ἀρισθάρματον

ἀρισθάρματον
ἀρισθάρματος
best in the chariot-race
masc/fem acc sg
ἀρισθάρματος
best in the chariot-race
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρισθάρματος — ἀρισθάρματος, ον (Α) ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία). [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα ( ατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”